- μυδράλιο
- το(λ. γαλλ.), μυδραλιοβόλο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυδράλιο — το 1. βλήμα πολυβόλου 2. μυδραλιοβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mitraille με παρασχετισμό προς το αρχ. μύουρος] … Dictionary of Greek
μυδραλιοβόλο — το βαρύ πολυβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυδράλιο* + βόλο (< βάλλω), πρβλ. πολυ βόλο. Η λ. στο θηλ. γένος μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
ναρκοβόλο — το ναυτ. πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την πόντιση ναρκών σε θαλάσσια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο] … Dictionary of Greek
οπλοβομβιδοβόλο — και οπλοβομβόλο, το στρ. φορητό όπλο με το οποίο εκτοξεύονται οπλοβομβίδες με την προσθήκη ειδικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπλοβομβίδα + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο] … Dictionary of Greek
ρηκτοβόλο — το, Ν στρ. παλαιός όρος που δήλωνε το πυροβόλο το οποίο έβαλλε ρηκτικές οβίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήκτης (< ρήγνυμι) + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο. Η λ., στον λόγιο τ. ῥηκτοβόλον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek